Ημερομηνία25-04-2009
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΟΡΙΑ ΗΛΙΚΙΑΣ
ΕΡΩΤΗΜΑ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΥ
ΘΑ ήθελα να ρωτήσω σχετικά με τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης στο Π.Υ.
1)Είναι ακόμα σε ισχύ ότι ο πυρ/στης αποστρατεύεται στο 55 έτος της ηλικίας του; ή το όριο έχει ανέβει?
2) Στα 15 χρόνια πραγματικής υπηρεσίας ο υπάλληλος θεμελιώνει συντα/κό δικαίωμα? μπορεί να υποβάλει παραίτηση ? και σε ποιο έτος της ηλικίας του θα λάβει την αντίστοιχη σύνταξη?
Ευχαριστούμε για την καλή δουλειά και την άψογη ενημέρωση σας.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΕΡΩΤΗΜΑ
Αγαπητέ συνάδελφε τα όρια ηλικίας δεν έχουν αλλάξει ακόμη και για τους πυροσβεστικούς υπαλλήλους παραμένει ως ανώτατο όριο το 55ο έτος της ηλικίας τους πλην των μετατασσόμενων συναδέλφων από τη δασική υπηρεσία στους οποίους δίνεται η δυνατότητα να παραταθεί και πέραν του συγκεκριμένου ορίου προκειμένου να συμπληρώσουν 35ετή υπηρεσία στο δημόσιο και μέχρι το 65ο έτος (Π.Δ. 164/1999 και 259/2004).
Στο δεύτερο ερώτημά σου την απάντηση δίνουν οι αντιασφαλιστικοί νόμοι Σιούφα – Ρέπα με τους οποίους οι εργαζόμενοι χωριστήκαν σε δύο βασικές κατηγορίες, στους πρωτοασφαλισμένους πριν το 1993 και στους πρωτοασφαλισμένους μετά την 1-1-1993. Για τους συναδέλφους που ανήκουν στην πρώτη κατηγορία (πριν το 1993) έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 26 του Π.Δ. 169/2007 «Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων» ( μπορείς να το κατεβάσεις από το site της Ε.Α.Κ.Π. κάνε κλικ εδώ: www.old.eakp.gr/nomoi/1form.pdf ) οι οποίες έχουν ως εξής:
1. Ο μόνιμος στρατιωτικός δικαιούται σύνταξη:
α) Αν απομακρυνθεί με οποιονδήποτε τρόπο από τις τάξεις και έχει εικοσιπενταετή τουλάχιστον συντάξιμη υπηρεσία, από την οποία δεκαπενταετή πραγματική.
Για τις μητέρες στρατιωτικούς γενικά, οι οποίες έχουν καταταγεί μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 1982 και είναι χήρες με άγαμα παιδιά ή διαζευγμένες με άγαμα παιδιά ή άγαμες μητέρες με άγαμα παιδιά, καθώς και για γυναίκες που είναι έγγαμες, αρκεί η συμπλήρωση δεκαπενταετούς πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1992 και για όσες συμπληρώνουν τη δεκαπενταετία από την 1η Ιανουαρίου 1993 και μετά προστίθεται ένα εξάμηνο για κάθε ημερολογιακό έτος και μέχρι τη συμπλήρωση δεκαεπτά (17) ετών και έξι (6) μηνών πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας.
Κατ΄ εξαίρεση για τις γυναίκες στρατιωτικούς γενικά, οι οποίες έχουν τρία τουλάχιστον παιδιά, καθώς και για τους άνδρες στρατιωτικούς, οι οποίοι έχουν τρία τουλάχιστον παιδιά και είναι χήροι ή διαζευγμένοι, εφόσον οι τελευταίοι έχουν με δικαστική απόφαση την επιμέλεια των ανήλικων ή ανίκανων παιδιών, αρκεί εικοσαετής πλήρης πραγματική συντάξιμη υπηρεσία ανεξάρτητα από το χρόνο κατάταξης τους.
Για τους στρατιωτικούς που είναι παντελώς τυφλοί, παραπληγικοί ή τετραπληγικοί, καθώς και για όσους πάσχουν από Βήτα ομόζυγο μεσογειακή ή δρεπανοκυτταρική αναιμία και υποβάλλονται σε
μετάγγιση ή από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου και υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση ή περιτοναϊκή κάθαρση ή έχουν υποστεί μεταμόσχευση νεφρού, εφόσον για τις περιπτώσεις αυτές
συντρέχει ποσοστό αναπηρίας 67%, αρκεί δεκαπενταετής πλήρης πραγματική συντάξιμη υπηρεσία.
β) Αν απομακρυνθεί από τις τάξεις γιατί καταλήφθηκε από το όριο ηλικίας και έχει δεκαπενταετή τουλάχιστον συντάξιμη υπηρεσία, από την οποία πλήρη δεκαετή πραγματική, εφόσον αμέσως πριν από την κατάληψη από το όριο ηλικίας έχει πλήρη τριετή συνεχή πραγματική στρατιωτική υπηρεσία.
γ) Αν απομακρυνθεί από τις τάξεις χωρίς τη θέλησή του και έχει δεκαπενταετή συντάξιμη υπηρεσία, από την οποία τέτοια δεκαετή πραγματική στρατιωτική.
Αν η ακούσια απομάκρυνση οφείλεται σε μη αποδοχή της αίτησης για ανακατάταξη εκείνου που διανύει εθελοντική υποχρέωση, απαιτείται εικοσαετής συντάξιμη υπηρεσία, από την οποία τέτοια πλήρης δωδεκαετής πραγματική στρατιωτική. Αυτός που απομακρύνθηκε λόγω γάμου, που τελέσθηκε μετά την έναρξη της ισχύος του Α.Ν. 1854/51 χωρίς την άδεια της προϊσταμένης του αρχής, θεωρείται ότι απομακρύνθηκε με τη θέλησή του.
δ) Αν απολυθεί για σωματική ή διανοητική ανικανότητα η οποία δεν οφείλεται στην υπηρεσία και έχει πενταετή τουλάχιστον πραγματική συντάξιμη υπηρεσία. Η ανικανότητα βεβαιώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά.
ε) Αν απομακρυνθεί οπωσδήποτε από τις τάξεις γιατί έγινε σωματικά ή διανοητικά ανίκανος από τραύμα ή νόσημα που προήλθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της υπηρεσίας. Οι συνέπειες του τραύματος ή του νοσήματος παρέχουν δικαίωμα σε σύνταξη και αν εκδηλώθηκαν μέσα σ΄ ένα εξάμηνο το αργότερο από την πρώτη μετά το πάθημα απομάκρυνση του στρατιωτικού από τις
τάξεις. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι προήλθαν εξαιτίας της υπηρεσίας χρόνια νοσήματα που εκδηλώθηκαν μέσα σε ένα έτος από την κατάταξη του στρατιωτικού.
Λογίζεται ότι σχετίζεται με την υπηρεσία και η μετακίνηση του στρατιωτικού είτε λόγω αδείας είτε για επιστροφή στην κατοικία του μετά την απόλυσή του από τις τάξεις και μέσα σ΄ ένα μήνα από αυτή.
2. Αν αποδεικνύεται ότι σχετικά με το πάθημα υπάρχει βαρύ πταίσμα του στρατιωτικού δεν γεννιέται δικαίωμα σε σύνταξη.
3. Ο θάνατος του στρατιωτικού ή αστυνομικού που διατελούσε σε πολεμική διαθεσιμότητα ή σε πολεμική αποστρατεία ή σε μόνιμη διαθεσιμότητα θεωρείται ότι επήλθε με τους όρους της πιο πάνω περίπτ. ε΄ της παρ. 1 του άρθρου αυτού.
4. Ο μη μόνιμος στρατιωτικός δικαιούται σύνταξη στις περιπτώσεις β΄, γ΄, δ΄ και ε΄ της παρ. 1 αυτού του άρθρου ή αν απομακρυνθεί από τις τάξεις και έχει εικοσιπενταετή τουλάχιστον πραγματική συντάξιμη υπηρεσία από την οποία δεκαπενταετή πραγματική στρατιωτική υπηρεσία.
Κατ΄ εξαίρεση οι έφερδοι αξιωματικοί που έχουν καταταγεί μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1992 αποκτούν δικαίωμα σύνταξης με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που αποκτούν δικαίωμα σύνταξης και οι μόνιμοι αξιωματικοί.
5. Οι μαθητές της Αστυνομικής Σχολής εξομοιώνονται με αστυφύλακες για το δικαίωμα σύνταξης από πάθηση εξαιτίας της υπηρεσίας.
6. ΟΙ μαθητές της Πυροσβεστικής Σχολής, οι δόκιμοι και μαθητευόμενοι τεχνίτες του Πυροσβεστικού Σώματος εξομοιώνονται με τους μόνιμους υπαλλήλους του για το δικαίωμα σύνταξης από πάθηση εξαιτίας της υπηρεσίας, για τον υπολογισμό της οποίας ως μισθός λαμβάνεται αυτός που καταβάλλεται ή ο μισθός εκείνων με τους οποίους εξομοιώνονται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά.
.
Παρατήρηση :
Με τη διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 19 του Ν. 2084/92 παρασχέθηκε με ορισμένες προϋποθέσεις δικαίωμα θεμελίωσης σύνταξης με τη συμπλήρωση 15ετίας. Η διάταξη αυτή έχει ως εξής:
«Οι υπάλληλοι, πολιτικοί και στρατιωτικοί, που έχουν προσληφθεί μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1992, εφόσον συμπληρώνουν δεκαπενταετή πλήρη πραγματική συντάξιμη υπηρεσία, μπορούν να αποχωρούν με αίτησή τους και πριν από το όριο ηλικίας, θεμελιώνοντας δικαίωμα σύνταξης κατά παρέκκλιση των διατάξεων των άρθρων 1 και 26 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων. Η σύνταξη όμως αυτή αρχίζει να καταβάλλεται μετά τη συμπλήρωση του εξηκοστού πέμπτου (65ου) έτους της ηλικίας.
Εάν μετά την έξοδο καταστούν ανίκανοι σε ποσοστό 67% και άνω ή αποβιώσουν, η σύνταξη αυτών ή των οικογενεικών τους αρχίζει να καταβάλλεται από την ημέρα που κατέστησαν ανίκανοι ή απεβίωσαν, αντίστοιχα. Η σύνταξη κανονίζεται κατά το χρόνο συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας, ή κατά το χρόνο που επέρχεται η ανικανότητα ή ο θάνατος προκειμένου για τις οικογένειες με βάση το συντάξιμο μισθό του βαθμού ή του μισθολογικού κλιμακίου, που έφερε ο υπάλληλος κατά το χρόνο της εξόδου, όπως αυτός ισχύει κατά το χρόνο κανονισμού της σύνταξης για ομοιόβαθμο υπάλληλο ή υπάλληλο που έχει τα ίδια τυπικά προσόντα και έτη υπηρεσίας, αναπροσαρμοσμένη με όλες τις αυξήσεις, που έχουν στο μεταξύ χορηγηθεί στις συντάξεις. Οι διατάξεις για την καταβολή
τρίμηνων αποδοχών, κατώτατου ορίου σύνταξης και μειωμένης σύνταξης κατά την παρ. 4 του άρθρου αυτού, δεν έχουν εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση.
Τα ανωτέρω έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσους έχουν ήδη εξέλθει της υπηρεσίας, καθώς και για τις οικογένειες όσων από αυτούς έχουν πεθάνει.
Τα οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την ημερομηνία, που συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις ή προκειμένου για όσους, κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, έχουν τις προϋποθέσεις αυτές, από την πρώτη του μήνα κατά τον οποίο εκδίδεται η σχετική
πράξη ή απόφαση».
Για τους συναδέλφους που ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία ασφαλισμένων (μετά το 1993) έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 7 του νόμου 2084 /1992 οι οποίες έχουν ως εξής: